ἀπαρακολουθήτως

ἀπαράλεκτος

ἀπαράλλακτος
ἀ·παράλεκτος, ος, ον, à la chevelure en désordre (litt. non rassemblée) Phérécr. (Poll. 2, 35).
Étym. ἀ, παραλέγω.