ἀπαραλλάκτως

ἀπαραλλαξία

ἀπαραλόγιστος
ἀπαραλλαξία, ας ()
1 immutabilité, Plut. M. 1077c ||
2 ressemblance exacte, Sext. M. 7, 108, 403, etc.
Étym. ἀπαράλλακτος.