ἀπαραλλαξία

ἀπαραλόγιστος

ἀπαράλογος
ἀ·παραλόγιστος, ος, ον, qui ne se laisse pas tromper, Chrys. 1, 136 ; Nyss. 2, 294 ; Jambl. V. Pyth. 115 p. 246.
Étym. ἀ, παραλογίζομαι.