ἀπαραμίκτως

ἀπαραμίλλητος

ἀπαραμύθητος
ἀ·παραμίλλητος, ος, ον [ᾰμ] contre qui l’on ne peut lutter, Jos. A.J. 8, 7, 3.
Étym. ἀ, παραμιλλάομαι.