Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
ἀπαραποίητος
ἀπαρασάλευτος
ἀπαρασήμαντος
ἀ·παρασάλευτος,
ος, ον
[
σᾰ
] non ébranlé,
Chrys.
4, 326
.
Étym.
ἀ, παρασαλεύω
.