ἀπαρασάλευτος

ἀπαρασήμαντος

ἀπαρασημείωτος
ἀ·παρασήμαντος, ος, ον, non signalé, non distingué, Spt. 2 Macc. 15, 36.
Étym. ἀ, παρασημαίνω.