ἀπαρασημείωτος

ἀπαρασκευασία

ἀπαρασκεύαστος
ἀπαρασκευασία, ας, ion. -ίη, ης () insuffisance de préparation ou de préparatifs, Hpc. 395, 8.
Étym. v. le suiv.