ἀπαρασκευασία

ἀπαρασκεύαστος

ἀπαρασκευάστως
ἀπαρασκεύαστος, ος, ον, non préparé, Xén. Hell. 7, 1, 5, etc. ; NT. 2 Cor. 9, 4 ||
Cp. -ότερος, Xén. An. 1, 5, 9 ; Cyr. 2, 4, 15.
Sup. -ότατος, Xén. An. 2, 3, 12 ; Cyr. 5, 4, 19 (var. ἀπαρασκεύαστος).
Étym. ἀ, παρασκευάζω.