Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
ἀπαρασχημάτιστος
ἀπαρατήρητος
ἀπαρατηρήτως
ἀ·παρατήρητος,
ος, ον,
non observé
ou
qui ne peut être observé,
Orig.
3, 619
.
Étym.
ἀ, παρατηρέω
.