Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
ἀπαρχή
ἄπαρχος
ἀπάρχω
ἄπαρχος,
ου
(
ὁ
)
c.
ἀρχός
I
,
Eschl.
Pers.
327
(
var.
ἔπαρχος
) ;
Ag.
1227
.