Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
ἀπαρέγχυτος
ἀπαρεμπόδιστος
ἀπαρεμποδίστως
ἀ·παρεμπόδιστος,
ος, ον,
c.
ἀπαραπόδιστος,
Arr.
Epict.
1, 1, 10
.
Étym.
ἀ, παρεμποδίζω
.