ἀπαρέγχυτος

ἀπαρεμπόδιστος

ἀπαρεμποδίστως
ἀ·παρεμπόδιστος, ος, ον, c. ἀπαραπόδιστος, Arr. Epict. 1, 1, 10.
Étym. ἀ, παρεμποδίζω.