Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
ἀπαρεγχειρήτως
ἀπαρέγχυτος
ἀπαρεμπόδιστος
ἀ·παρέγχυτος,
ος, ον
[
ῠ
]
c.
ἀπαράχυτος,
Ath.
27
a
.
Étym.
ἀ, παρεγχέω
.