ἀπέχθεια

ἀπεχθές

ἀπέχθημα
ἀπ·εχθές, adv. hier, Dysc. Synt. 3, p. 235 ; en deux mots, ἀπ’ ἐχθές, Anth. 11, 35.
Étym. ἀπό, ἐχθές.