ἀπέχθεια
ἀπεχθέςἀπέχθεια, ας
(ἡ) haine, animosité : πρός τινα, Isocr.
167a ;
Dém. 237, 46,
pour qqn ; τινὶ δι’ ἀπεχθείας ἐλθεῖν,
Eschl. Pr.
121, ou
εἰς ἀπέχθειάν τινι ἐλθεῖν, Dém. 896, 4, encourir la
haine de qqn ; δι’ ἀπεχθείας γίγνεταί τι,
Xén. Hier.
9, 2 ; ou
ἀπέχθειαν φέρει τι, Dém. 1451, 17 ;
ou ἔχει τι,
Arstt. Pol.
6, 8, 9, qqe chose excite la haine ;
πρὸς ἀπέχθειαν, Dém. 58, 27, par haine,
μετὰ πολλῆς ἀπεχθείας, Isocr. 422c, en excitant une grande haine ; au plur. Plat. Ap. 22e ; Dém. 127, 19 ; Eschn.
22, 32, etc.
Étym.
ἀπεχθής.