ἀπεχθητικός

ἀπέχθομαι

ἀπεχθῶς
ἀπ·έχθομαι, c. ἀπεχθάνομαι, Thcr. Idyl. 7, 45 ; Anth. 5, 177 ; Plut. Marc. 22, etc.