ἀπέχθομαι

ἀπεχθῶς

ἀπέχρη
ἀπεχθῶς, adv. avec haine : τινι, Dém. 61, 25 ; πρός τινα, DH. 7, 31, pour qqn ||
Sup. ἀπεχθέστατα, Pol. 5, 116.
Étym. ἀπεχθής.