ἀπεκκλύζω

ἀπεκλανθάνομαι

ἀπεκλέγομαι
ἀπ·εκλανθάνομαι (seul. ao. 2 poét. impér. 2 pl. ἀπεκλελάθεσθε) laisser de côté, gén. Od. 24, 394.