ἀπεκλανθάνομαι

ἀπεκλέγομαι

ἀπεκλεκτικός
ἀπ·εκλέγομαι, rejeter en choisissant, Antip. (Clém. Str. 2, 129) ; Diosc. 1, 6 ; 3, 25 ; Arr. Epict. 4, 7, 40.