ἀπερίϐλεπτος

ἀπερίϐλητος

ἀπεριγένητος
ἀ·περίϐλητος, ος, ον, non enveloppé, non étoffé (style) Hermog. 3, 270 Walz.
Étym. ἀ, περιϐάλλω ; cf. περιϐολή.