ἀπεριεργία

ἀπερίεργος

ἀπεριέργως
ἀ·περίεργος, ος, ον, non recherché, simple, Hpc. 22, 42 ; Gal. 13, 576, etc. ; τὸ ἀ. Plut. M. 1144e, simplicité ||
Sup. -ότατος, Ath. 274a.
Étym. ἀ, περίεργος.