ἀπερίγραπτος

ἀπερίγραφος

ἀπεριγράφως
ἀ·περίγραφος, ος, ον [ᾰφ]
1 non circonscrit, infini, Phil. 1, 5, etc. ||
2 non décrit, Str. 84.
Étym. ἀ, περιγράφω.