ἀπεριγένητος

ἀπερίγραπτος

ἀπερίγραφος
ἀ·περίγραπτος, ος, ον, non circonscrit, d’où infini, Phil. 2, 538 ; Nyss. 2, 638, etc.
Étym. ἀ, περιγράφω.