ἀπερικάθαρτος

ἀπερικάλυπτος

ἀπερικαλύπτως
ἀ·περικάλυπτος, ος, ον [κᾰ] non enveloppé, non caché, ouvert, Arstt. Plant. 2, 2, 18.
Étym. ἀ, περικαλύπτω.