ἀπερίπτυκτος

ἀπερίπτωτος

ἀπεριπτώτως
ἀ·περίπτωτος, ος, ον, qui ne tombe pas dans ou sur, à l’abri de, gén. Diosc. 2, 49 ; dat. DL. 7, 122.
Étym. ἀ, περιπίπτω.