ἀπεριπτώτως

ἀπερισάλπιγκτος

ἀπερισάλπιστος
ἀ·περισάλπιγκτος, ος, ον, non troublé par le bruit de la trompette, Stob. Fl. 54, 60.
Étym. ἀ, περισαλπίζω.