ἀπερίσπαστος

ἀπερισπάστως

ἀπερίσσευτος
ἀπερισπάστως, adv. sans se laisser distraire, avec suite, Pol. 2, 20, 11 ; 4, 18, 16 ; 12, 28, 4 ; Plut. M. 281c ; Arr. Epict. 1, 29, 59.