ἀπεριήχητος

ἀπεριθλάστως

ἀπερικάθαρτος
ἀ·περιθλάστως, adv. sans contusion, P. Eg. 122, 43 ; Sor. Obst. 112, 23 Dietz.
Étym. ἀ, περιθλάω.