ἀπερημόω-ῶ

ἀπερητύω

ἀπερίϐλεπτος
ἀπ·ερητύω (impf. 3 sg. poét. ἀπερήτυε) arrêter, retenir, A. Rh. 1, 772.
Étym. ἀπό, ἐρητύω.