ἀπευκταῖος

ἀπευκτικός

ἀπευκτός
ἀπευκτικός, ή, όν, propre à un souhait qu’on forme pour conjurer un événement, Mén. rhét. 134, 2 ; 154, 10.
Étym. ἀπεύχομαι.