ἀπευκτικός

ἀπευκτός

ἀπευνάζω
ἀπευκτός, ή, όν, détestable, détesté, odieux, Eschl. Ag. 638, Suppl. 790 ; Plat. Leg. 628b, Ep. 353e ; Luc. Pseud. 12 ||
Sup. -ότατος, Anth. 8, 11, 4.
Étym. ἀπεύχομαι.