ἀφανιστής

ἀφανιστικός

ἀφαντασίαστος
ἀφανιστικός, ή, όν [ᾰᾰ] propre à faire disparaître, Dysc. Pron. 300c, etc. ; Syn. 98b.
Étym. ἀφανίζω.