ἀφανιστικός

ἀφαντασίαστος

ἀφαντασιάστως
ἀ·φαντασίαστος, ος, ον [τᾰ]
1 qui ne se montre pas, qui ne se manifeste pas, Herm. Poem. 41, 14 ||
2 qui n’a pas de visions, Chrys. 3, 533.
Étym. ἀ, φαντασιάζομαι.