ἀφερπετόομαι-οῦμαι

ἀφερπυλλόομαι-οῦμαι

ἀφέρπω
ἀφ·ερπυλλόομαι-οῦμαι (seul. prés.) devenir du serpolet, Th. C.P. 5, 7, 2.
Étym. ἀπό, ἕρπυλλος.