ἀφικνέομαι-οῦμαι

ἀφίκτωρ

ἀφιλάγαθος
ἀφίκτωρ, ορος () []
1 suppliant, Eschl. Suppl. 241 ||
2 protecteur des suppliants (Zeus), Eschl. Suppl. 1.
Étym. ἀφικνέομαι.