ἀφιλάνθρωπος

ἀφιλαργυρία

ἀφιλάργυρος
ἀφιλαργυρία, ion. ἀφιλαργυρίη, ης () [ῐῠ] absence de cupidité ou d’avarice, désintéressement, Hpc. 23, 35.
Étym. ἀφιλάργυρος.