ἀφιλόστοργος

ἀφιλοτιμία

ἀφιλότιμος
ἀφιλοτιμία, ας () [ῐῑμ] indifférence pour les honneurs, manque d’ambition, Arstt. Nic. 4, 4, 5 ; Th. Char. 22.
Étym. ἀφιλότιμος.