ἄφιππος

ἀφιπποτοξότης

ἀφίπταμαι
ἀφ·ιππο·τοξότης, ου () archer à cheval, DS. 19, 29.
Étym. var. ἀμφιπποτοξότης, v. ἀμφιπποτοξόται.