ἀφιπποτοξότης

ἀφίπταμαι

ἀφιστάνω
ἀφ·ίπταμαι (part. ao. ἀποπτάμενος) s’envoler, Eur. I.A. 1608 ; Plut. Luc.
Étym. ἀπό, ἵπταμαι.