ἀφοράω-ῶ

ἀφόρδιον

ἀφορέω-ῶ
ἀφόρδιον, ου (τὸ) excrément, Nic. Th. 692 ; Al. 140.
Étym. p. *ἀφόδιον, de ἄφοδος.