ἀφραδέως

ἀφραδής

ἀφραδίη
ἀ·φραδής, ής, ές [ᾱᾰ]
1 privé de sentiment, Od. 11, 476 (nom. plur. ἀφραδέες) ||
2 privé de raison, insensé, Od. 2, 282 (gén. pl. ἀφραδέων).
Étym. ἀ, φράζομαι.