ἀφρονέω-ῶ

ἀφρόνιτρον

ἄφροντις
ἀφρό·νιτρον, ου (τὸ) écume ou fleur de nitre, salpêtre, Diosc. 4, 187 ; 5, 82 ; Aét. 2, 60 ; Geop. 2, 28, 6 ; Gal. 10, 191, etc.
Étym. ἀφρός, νίτρον ; cf. ἀφρόλιτρον.