ἀφυλάκτως

ἀφυλαξία

ἀφυλίζω
ἀφυλαξία, ας () []
1 manque de surveillance, Xén. Œc. 4, 10 ||
2 négligence, en gén. Ant. 124, 37.
Étym. ἀφύλακτος.