ἀφύλακτος

ἀφυλάκτως

ἀφυλαξία
ἀφυλάκτως [] adv. sans se garder, sans précaution, Xén. Hell. 4, 1, 7 ; 4, 4, 15, etc. ; Pol. 4, 36, 4 ; DH. 9, 19 ; etc. ||
Cp. ἀφυλακτότερον, Paus. 7, 16, 2 ; DC. 35, 9.