ἀφηγέομαι-οῦμαι

ἀφήγημα

ἀφηγηματικός
ἀφήγημα, ατος (τὸ)
1 action de conduire, de guider, Jos. Macc. 14, 6 ||
2 récit détaillé, récit, Hdt. 2, 3 (ion. ἀπήγημα).
Étym. ἀφηγέομαι.