ἀπιστούντως

ἀπιστόφιλος

ἀπιστόφυλος
ἀπιστό·φιλος, ος, ον [φῐ] qui aime l’infidélité ou la perfidie, faux ami, Sib. 8, 186 (conj. ἀπιστόφυλος, v. le suiv.) ; Oracl. (Phlég. tr. Mir. 10, 36).
Étym. ἄπιστος, φίλος.