ἀπλατής

ἄπλατος

ἄπλεκτος
ἄ·πλατος, ος, ον [ᾱτ] inabordable, d’où terrible, Hés. O. 147, Th. 151 (ion. ἄπλητος) ; Pd. P. 1, 21 ; ἀ. κοίτα, Eur. Med. 151, la couche terrible, le tombeau.
Étym. ἀ, πελάω.
ἄ·πλατος, ος, ον [ᾰτ] c. ἄπλετος, Com. an. fr. 40.