ἀπλοώτερος

ἀπλυσία

ἀπλυσίας
ἀπλυσία, ας () []
1 saleté, Anth. 7, 377 ||
2 sorte d’éponge (cf. le suiv.). Th. H.P. 4, 6, 10.
Étym. ἄπλυτος.