ἀπλυσία

ἀπλυσίας

ἄπλυτος
ἀπλυσίας, ου () [] non lavé, sale : ἀ. σπόγγος, Arstt. H.A. 5, 16, sorte d’éponge d’un jaune sale.
Étym. ἄπλυτος.