ἄπληκτος

ἀπλήκτως

ἀπλήξ
ἀπλήκτως, adv. sans blesser : ἐνετέον δὲ ἀπλήκτως ψυχρά, Orib. 2, 218 B.-Dar. on administrera des lavements froids, mais qui n’engourdissent pas.