ἀπλήκτως

ἀπλήξ

ἀπλήρωτος
ἀ·πλήξ, ῆγος (ὁ, ἡ) c. ἄπληκτος, Arr. Epict. 4, 1, 124 ; en un sens obscène, Luc. Am. 54.